ακαλωσόριστος

ακαλωσόριστος
-η, -ο [καλωσόριστος]
1. αυτός που δεν τόν καλωσόρισαν, που δεν τού έκαναν καλή υποδοχή
2. που ο ερχομός του προκαλεί δυσφορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακαλωσόριστος — η, ο αυτός που δεν τον καλωσόρισαν, δεν τον υποδέχτηκαν: Πήγε στο χωριό, αλλά έμεινε σχεδόν ακαλωσόριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”